- ναι
- (ΑΜ ναί, Α και νή και βοιωτ. τ. νεί, Μ και ναίν και νναί)επίρρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει α) έντονη διαβεβαίωση: βέβαια, μάλιστα, αληθινά (α. «ναι, θα έλθω μαζί σας αύριο» β. «ναὶ δὴ ταῡτά γε πάντα... κατὰ μοῑραν ἔειπες», Ομ. Ιλ.)β) αποδοχή («ναι, τό δέχομαι ότι είναι έτσι»)γ) ισχυρή έμφαση, όταν επαναλαμβάνεται (α. «ναι, ναι τού τό είπα» β. «ναί, ναὶ τοῑς ὀνύχεσσιν ἔχω τέ νιν», Θεόκρ.)δ) με το άρθρο ως ουσ. (α. «στο ναι και στο όχι στέκεται η δίβουλή του γνώμη», Γρυπ.β. «μα το ναι» — μα την αλήθειαγ. «ἵνα ᾖ παρ' ἐμοὶ τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὔ οὔ», ΚΔ)ε) κατάφαση ή συναίνεση αλλά υπό όρους, όταν ακολουθεί το αλλά ή το οὐ μήν (α. «ναι, σού τό συγχωρώ, αλλά να μην τό ξανακάνεις» β. «ναί, στρατιωτικάς γε, ἀλλ' οὐ χρηματιστικάς», Πλάτ.)(νεοελλ.-μσν.) φρ. «λέω το ναι»α) (γενικά) συγκατανεύω, αποδέχομαι αίτημα ή παράκλησηβ) (ειδικά) αποδέχομαι πρόταση γάμουαρχ.φρ. «ναί μα» ή απλώς «ναὶ» — λεγόταν σε όρκο (α. «ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον», Πίνδ.β. «ναὶ τὰν βοτρυώδη Διονύσου χάριν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(e)n-που εμφανίζεται σε τ. με δεικτική σημ.: τοχαρ Β' nai, αρχ. ινδ. nana, λατ. nam, enim (πρβλ και λ. ἐκεῖνος, ἔνη, νιν). Ο παράλλ. τ. νη θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί αρχαίος, αντίστοιχος τού λατ. nē, ίσως όμως ο τελευταίος να είναι δάνεια λ. Υπέρ τής αρχαιότητας τού νή συνηγορεί η αναλογία τών τ. νή, νεί, ναί με τους ἠ, εἰ, αἰ «εάν». Αν ο τ. νή δεν είναι αρχαίος, ίσως πρόκειται για φωνητική παραλλαγή τού ναί στην καθομιλουμένη Αττική. Στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν μαρτυρείται επιρρμ. τ. κατάφασης αναγόμενος στην ίδια ρίζα με το ελλ. ναι. Αυτό συμβαίνει γιατί στην Ελληνική το επίρρ. ναί / νή με αρχική σημ. «βέβαια, βεβαίως», όπως μαρτυρούν οι φρ. νή Δία, ναὶ μὰ Δία, εξελίχθηκε στη συνέχεια ως απλή καταφατική απάντηση στο επίπεδο τής πρότασης. Αντίθετα, στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. λατ. nē, non, από όπου τα: γαλλ. ne, ni, non, αγγλ. no, ισπ. ni, no, ιταλ. ne, ni, non, γερμ. nicht, nein με τη σημ. τών ελλ. μή και οὐ) οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *ne-, με αρνητική, στερητική σημ. (πρβλ. στερ. μόριο α- / αν- και στερ. πρόθημα νη-). Βλ. και λ. οὐ].
Dictionary of Greek. 2013.